βασιλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βασιλίζω]] (Α) [[βασιλεύς]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] του βασιλιά<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[συμπεριφέρομαι]] σαν να [[είμαι]] [[βασιλιάς]].
|mltxt=[[βασιλίζω]] (Α) [[βασιλεύς]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] του βασιλιά<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[συμπεριφέρομαι]] σαν να [[είμαι]] [[βασιλιάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰσῐλίζω:''' ([[βασιλεύς]]), μέλ. <i>-σω</i>, βρίσκομαι στο [[πλευρό]] του βασιλιά, τον [[υποστηρίζω]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσῐλίζω Medium diacritics: βασιλίζω Low diacritics: βασιλίζω Capitals: ΒΑΣΙΛΙΖΩ
Transliteration A: basilízō Transliteration B: basilizō Transliteration C: vasilizo Beta Code: basili/zw

English (LSJ)

   A to be of the king's party, Plu. Flam.16: also, c.acc., ἐγώ εἰμι ὁ βασιλίζων τὸν τόπον εἰς ὀνόματι (sic) Μωυς [ῆ] Stud.Pont.3 No.10g (Amisus):—Med., affect, assume the state of a king, App.BC3.18; so in Act., J.AJ1.10.4.

German (Pape)

[Seite 437] von der königlichen Partei sein, Plut. Flam. 16; Sp. – Med., sich wie ein König betragen, App. B. C. 3, 18.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσιλίζω: φρονῶ τὰ τοῦ βασιλέως, Πλούτ. Φλαμ. 16. – Μέσ., λαμβάνω τὸ ὕφος καὶ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, φέρομαι βασιλικῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 18· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

être partisan de la royauté.
Étymologie: βασιλεύς.

Spanish (DGE)

I intr.
1 tomar el partido del rey ταῖς δ' Ἀθήναις βασιλίζειν ἠναγκασμέναις Plu.Sull.12, cf. Flam.16.
2 adoptar las maneras de un rey ἡ θεραπαινὶς ... βασιλίζουσα I.AI 1.188
en v. med. comportarse como un rey τὸν Μιθριδάτην ... βούλεσθαι ... βασιλιζόμενον μᾶλλον ἢ δι' ἀργίας ἀποθανεῖν App.Mith.109, βασιλιζόμενον, οὐχ ἡγούμενον del emperador en Roma, ref. a Julio César, App.BC 3.18.
II tr. poner bajo el poder del rey τὸν τόπον IGPA 10g (Amiso).

Greek Monolingual

βασιλίζω (Α) βασιλεύς
1. είμαι με το μέρος του βασιλιά
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι σαν να είμαι βασιλιάς.

Greek Monotonic

βᾰσῐλίζω: (βασιλεύς), μέλ. -σω, βρίσκομαι στο πλευρό του βασιλιά, τον υποστηρίζω, σε Πλούτ.