γειαρότης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γειαρότης]], ο (Α)<br />αυτός που οργώνει τη γη, ο [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γει</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρότης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αρώ</i>) «αυτός που οργώνει»].
|mltxt=[[γειαρότης]], ο (Α)<br />αυτός που οργώνει τη γη, ο [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γει</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρότης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αρώ</i>) «αυτός που οργώνει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γειᾰρότης:''' -ου, ὁ, αυτός που οργώνει τη γη, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειᾰρότης Medium diacritics: γειαρότης Low diacritics: γειαρότης Capitals: ΓΕΙΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: geiarótēs Transliteration B: geiarotēs Transliteration C: geiarotis Beta Code: geiaro/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A plougher of earth, AP9.23 (Antip.), APl.4.94 (Arch.), etc.; of oxen, Epigr.Gr.793 (Phrygia, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 478] ὁ, dasselbe, Anth. Th. 47 (IX, 23); Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

γειᾰρότης: -ου, ὁ, ὁ ἀροτριῶν τὴν γῆν, Ἀνθ. Π. 9. 23, κτλ.· ἐπὶ βοῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 793· ὡσαύτως γειᾰροτήρ, Τζέτζ. π. Ὁμ. 202.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: γῆ, ἀρόω.

Spanish (DGE)

(γειᾰρότης) -ου, ὁ

• Alolema(s): -τας MAMA 4.140.1 (Frigia III d.C.)
labrador, AP 9.23 (Antip.Thess.?), ληινόμοι γειαρόται Νεμέης AP 16.94 (Arch.), cf. Orác. en SEG 39.1377bis.3 (Hierápolis II d.C.), MAMA l.c.

Greek Monolingual

γειαρότης, ο (Α)
αυτός που οργώνει τη γη, ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γει(ο)- < γη + αρότης (< αρώ) «αυτός που οργώνει»].

Greek Monotonic

γειᾰρότης: -ου, ὁ, αυτός που οργώνει τη γη, σε Ανθ.