δαίδαλμα: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαίδαλμα]], το (AM) [[δαιδάλλω]] [[έργο]] τέχνης, περίτεχνο [[έργο]]. | |mltxt=[[δαίδαλμα]], το (AM) [[δαιδάλλω]] [[έργο]] τέχνης, περίτεχνο [[έργο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δαίδαλμα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, [[κομψοτέχνημα]], [[τεχνούργημα]] στολισμένο με πολλή [[τέχνη]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A work of art, θεῶν Theoc.1.32, cf. Luc.Am.13; τὰ τῆς οἰκοδομίας δ. Agath.2.15.
German (Pape)
[Seite 514] τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δαίδαλμα: τό, ἔργον τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: δαιδάλλω.
English (Slater)
δαίδαλμα
1 something cleverly made, piece of workmanship [δαιδάλματα codd. con tra met.: δαίδαλ Pauw (P. 5.36) ] ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
obra artística, delicada λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ. Pi.Fr.52i.81, τι θεῶν δ. Theoc.1.32, δ. κάλλιστον Luc.Am.13, τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματα Agath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.
Greek Monolingual
δαίδαλμα, το (AM) δαιδάλλω έργο τέχνης, περίτεχνο έργο.
Greek Monotonic
δαίδαλμα: -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.