Δάρδανος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Δάρδανος]], ο (θηλ. [[Δαρδανίς]], η) (Α)<br /><b>1.</b> [[γιος]] του Δία, [[ιδρυτής]] της Τροίας, της Δαρδανίας<br /><b>2.</b> <i>Δάρδανοι</i>, οι<br />οι [[Τρώες]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> «[[Δάρδανος]] [[ἀνήρ]]» — ο [[κάτοικος]] της Τροίας<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> [[Δαρδανίς]], η<br />[[γυναίκα]] από τη [[Δαρδανία]], η [[Τρωάς]]<br /><b>5.</b> <i>δαρδανίς</i>, η<br />το [[κώνειο]].
|mltxt=[[Δάρδανος]], ο (θηλ. [[Δαρδανίς]], η) (Α)<br /><b>1.</b> [[γιος]] του Δία, [[ιδρυτής]] της Τροίας, της Δαρδανίας<br /><b>2.</b> <i>Δάρδανοι</i>, οι<br />οι [[Τρώες]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> «[[Δάρδανος]] [[ἀνήρ]]» — ο [[κάτοικος]] της Τροίας<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> [[Δαρδανίς]], η<br />[[γυναίκα]] από τη [[Δαρδανία]], η [[Τρωάς]]<br /><b>5.</b> <i>δαρδανίς</i>, η<br />το [[κώνειο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Δάρδᾰνος:''' ὁ, [[Δάρδανος]], [[γιος]] του [[Δία]], [[ιδρυτής]] της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., [[Δάρδανος]] [[ἀνήρ]], [[Τρώας]], στο ίδ.· επίθ. [[Δαρδάνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[Τρωϊκός]], στο ίδ.· θηλ. [[Δαρδανίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, Τρωαδίτισσα, στο ίδ.· [[Δαρδανίδης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, [[γιος]] ή [[απόγονος]] του Δαρδάνου, Δαρδανιῶνες, <i>οἱ</i>, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δάρδᾰνος Medium diacritics: Δάρδανος Low diacritics: Δάρδανος Capitals: ΔΑΡΔΑΝΟΣ
Transliteration A: Dárdanos Transliteration B: Dardanos Transliteration C: Dardanos Beta Code: *da/rdanos

English (LSJ)

ὁ,

   A Dardanus, son of Zeus, founder of Dardania or Troy, Il.20.215: Adj. Δάρδανος ἀνήρ Trojan, 2.701, 16.807: mostly pl., Τρῶες καὶ Δάρδανοι 3.456, al.:—Adj. Δαρδάνιος, α, ον, Trojan, 2.819; Δαρδάνειος, E.Tr.840 (lyr.):—fem. Δαρδανίς, ίδος, ἡ, Trojan woman, Il.18.122; also, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78: Δαρδανία (sc. γῆ), ἡ, Troy, Il.20.216:—Δαρδανίδης, ου, ὁ, son or descendant of Dardanus, 3.303, al.: Δαρδανίωνες, οἱ, sons of Dardanus, 7.414.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
Dardanos :
1 fondateur de Dardania en Troade ; Δαρδάνου πόλις, la ville de Dardanos, càd Troie;
2 autres.
Étymologie:.
2ος, ον :
1 de Dardanie, en Troade ; Dardanien;
2 Troyen.
Étymologie: Δάρδανος¹.
3ου (ἡ) :
Dardanos, ville de Troade.
Étymologie: Δάρδανος¹.

English (Autenrieth)

(1) son of Zeus, the founder of Dardania, and progenitor of the Trojans, Il. 20.215, 219, 304.—(2) son of Bias, Il. 20.460†.

English (Slater)

Δάρδᾰνος king of Troy.
   1 πρὸ Δαρδάνου τειχέων (O. 13.56)

Spanish (DGE)

(Δάρδᾰνος) -ον
I ὁ Δ. Dárdano
1 mit. fundador de Dardania, hijo de Zeus y Electra Il.20.215, 304, Pi.O.13.56, S.Ph.69, E.Hel.1493, IA 881, Pl.Hp.Ma.293b, Lg.702a, IPr.69.6 (II/I a.C.), Apollod.3.12.1, D.S.4.75, D.H.1.50, Plu.Cam.20, Paus.7.19.6, Q.S.1.196, Nonn.D.3.195.
2 de Psófide, padre de Zacinto, Paus.8.24.3, St.Byz.s.u. Ζάκυνθος.
3 rey de los escitas, padre de Idea según D.S.4.43
Apollod.3.15.3 atribuye la paternidad de Idea a 1.
4 hijo de Ilirio, epón. de los dárdanos de Iliria, App.Ill.2.
5 hijo de Paris y de Helena, Sch.Er.Il.3.40b, Eust.380.31.
6 troyano, hijo de Biante, muerto por Aquiles Il.20.460.
7 tesalio, compañero de Protesilao, Eust.1697.60.
8 hijo de Corito, rey de Etruria, Seru.Aen.9.10.
9 mago fenicio, Ps.Democr.B 300.13.
10 tít. de una obra de Menandro, Sch.Ar.Au.1563.
11 de Atenas, discípulo de Antípatro de Tarso, Phld.Stoic.Hist.51.5, 53.3, 78.4.
12 hebreo, hijo de Emaón, I.AI 8.43.
13 escudero de Bruto, Plu.Brut.51, 52.
14 otro n. del Ῥόδιος, río de Misia en la Tróade, actual Koca Çay, Sch.Er.Il.12.20e.
II ét. dárdano
1 habitante de Dardania en la Tróade ἀνήρ Il.2.701, 16.807
frec. subst. plu. οἱ Δ. los dárdanos, Il.3.456, 8.173, 15.425, Pi.N.3.61, D.S.4.75, Str.14.2.28.
2 οἱ Δ. habitantes de Misia superior en Iliria, D.S.5.48, 22.9, App.Ill.2, D.C.38.10.2, Q.S.3.167.
III geogr. ἡ Δ., τὸ Δ. Dárdano ciu. de Tróade al sur de la antigua Dardania, Hdt.5.117, 7.43, Th.8.104, D.S.4.75, Apollod.3.12.1, D.H.1.46, Str.13.1.11, Q.S.8.97.

Greek Monolingual

Δάρδανος, ο (θηλ. Δαρδανίς, η) (Α)
1. γιος του Δία, ιδρυτής της Τροίας, της Δαρδανίας
2. Δάρδανοι, οι
οι Τρώες
3. ως επίθ. «Δάρδανος ἀνήρ» — ο κάτοικος της Τροίας
4. το θηλ. ως επίθ. Δαρδανίς, η
γυναίκα από τη Δαρδανία, η Τρωάς
5. δαρδανίς, η
το κώνειο.

Greek Monotonic

Δάρδᾰνος: ὁ, Δάρδανος, γιος του Δία, ιδρυτής της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., Δάρδανος ἀνήρ, Τρώας, στο ίδ.· επίθ. Δαρδάνιος, , -ον, Τρωϊκός, στο ίδ.· θηλ. Δαρδανίς, -ίδος, Τρωαδίτισσα, στο ίδ.· Δαρδανίδης, -ου, , γιος ή απόγονος του Δαρδάνου, Δαρδανιῶνες, οἱ, στο ίδ.