δακτυλιογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δακτυλιογλύφος]])<br />ο [[χαράκτης]] πολύτιμων λίθων, ο [[τεχνίτης]] που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δακτύλιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλυφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]].
|mltxt=ο (AM [[δακτυλιογλύφος]])<br />ο [[χαράκτης]] πολύτιμων λίθων, ο [[τεχνίτης]] που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δακτύλιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλυφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλιογλύφος:''' ὁ ([[γλύφω]]), [[χαράκτης]] πολύτιμων λίθων, αυτός που κατασκευάζει σφραγίδες, σε Κριτία.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλιογλύφος Medium diacritics: δακτυλιογλύφος Low diacritics: δακτυλιογλύφος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: daktylioglýphos Transliteration B: daktylioglyphos Transliteration C: daktylioglyfos Beta Code: daktulioglu/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A engraver of gems, Critias 66 D., Phld.Po.Herc.1676.5, D.L. 1.57, Gal.12.205.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, Steinschneider, Graveur, D. L. 1, 57; Schol. Plat. Rep. V p. 475, 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
graveur ou ciseleur sur bagues.
Étymologie: δακτύλιος, γλύφω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ grabador de anillos δ. ... ἐν σιδήρῳ καὶ λιθαρίῳ διὰ τῆς ἐγ[γ] λυφῆς (ποιεῖ) Phld.Po.C 16.7, cf. Critias B 66, SEG 18.36A.138 (Ática IV/III a.C.), Gal.12.205, Poll.7.108, δακτυλιογλύφῳ μὴ ἐξεῖναι σφραγῖδα φυλάττειν τοῦ πραθέντος δακτυλίου D.L.1.57, del padre de Pitágoras, D.L.8.1, Sch.Pl.R.600b, Sud.s.u. Πυθαγόρας, cf. δακτυλόγλυφος.

Greek Monolingual

ο (AM δακτυλιογλύφος)
ο χαράκτης πολύτιμων λίθων, ο τεχνίτης που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -γλυφος < γλύφω.

Greek Monotonic

δακτῠλιογλύφος: ὁ (γλύφω), χαράκτης πολύτιμων λίθων, αυτός που κατασκευάζει σφραγίδες, σε Κριτία.