γυναικόμορφος: Difference between revisions
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[γυναικόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] γυναίκας, αυτός που μοιάζει με [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θηλύμορφος]], [[ιππόμορφος]])]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[γυναικόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] γυναίκας, αυτός που μοιάζει με [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θηλύμορφος]], [[ιππόμορφος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in woman's shape, ib.855, Ph.2.280.
German (Pape)
[Seite 510] von weibischer Gestalt, Eur. Bacch. 855; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόμορφος: -ον, ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, Εὐρ. Βάκχ. 855.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les traits ou l’extérieur d’une femme.
Étymologie: γυνή, μορφή.
Spanish (DGE)
(γῠναικόμορφος) -ον
que adopta forma de mujer νιν ... γυναικόμορφον ἀγόμενον δι' ἄστεως de Penteo humillado por Dioniso, E.Ba.855, cf. Sch.Ar.Nu.289, γ. ἰδέα Ph.2.280.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυναικόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας, αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -μορφος < μορφή (πρβλ. θηλύμορφος, ιππόμορφος)].
Greek Monotonic
γῠναικόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή της γυναίκας, σε Ευρ.