δευσοποιός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δευσοποιός]], -όν)<br />ο βαφέας<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (για [[χρώμα]]) ο [[ανεξίτηλος]], αυτός που χρωματίζει [[βαθιά]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]] («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ [[δόξα]] γίγνοιτο»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δευσοποιῶς</i><br /><b>1.</b> (για [[βαφή]]) ανεξίτηλα<br /><b>2.</b> ανεξάλειπτα, αλησμόνητα. | |mltxt=ο (Α [[δευσοποιός]], -όν)<br />ο βαφέας<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (για [[χρώμα]]) ο [[ανεξίτηλος]], αυτός που χρωματίζει [[βαθιά]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]] («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ [[δόξα]] γίγνοιτο»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δευσοποιῶς</i><br /><b>1.</b> (για [[βαφή]]) ανεξίτηλα<br /><b>2.</b> ανεξάλειπτα, αλησμόνητα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δευσοποιός:''' -όν ([[δεύω]], [[ποιέω]]), διαποτισμένος, ανεξίτηλα [[βαμμένος]], λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
όν, (δεύω A)
A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. -ῶς Simp.in Cat.253.28. 2 title of play by Apollod. Gel., Suid. 3 = βαφεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.
Greek (Liddell-Scott)
δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert à teindre, qui teint;
2 teint ; indélébile, ineffaçable.
Étymologie: δεύω, ποιέω.
Spanish (DGE)
-όν
I 1tintóreo φάρμακα Trag.Adesp.441, Luc.Im.16, cf. Plu.2.488b, τέχνη Plu.2.990b.
2 teñido de telas σπάργανα Diph.73.2
•de los colores teñidos fijo, indeleble δευσοποιὸν γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf. Alex.145.9, D.Chr.77/78.4, χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA 16.1, ἡ βαφή Plu.2.779c, Gr.Nyss.Eun.3.7.24, οὐ γὰρ οὕτως δευσοποιοῦ βαφῆς μεταλαμβάνει ῥᾳδίως ὕφασμα pues no adquiere tan fácilmente una tela un color indeleble Gr.Naz.M.35.420B, cf. Origenes Comm.in Rom.4.15-17 (p.360), Gr.Nyss.Or.Catech.27.3
•fig. δόξα δ. opinión imborrable, indeleble Pl.R.430a, πονηρία Din.2.4, δέος Plu.Alex.74, δ. ἔρως amor fuertemente arraigado D.C.79.15.4, cf. Synes.Ep.43.
II subst. ὁ δ. tintorero Hsch., Moer.113, Basil.Gent.2
•como tít. de una comedia de Apolodoro Gelo, Sud.s.u. Ἀπολλόδωρος.
III adv. -ῶς indeleblemente δ. ... ἐνεγένετο τὸ πάθος Simp.in Cat.253.28.
Greek Monolingual
ο (Α δευσοποιός, -όν)
ο βαφέας
αρχ.
Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά
2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο»)
II. επίρρ. δευσοποιῶς
1. (για βαφή) ανεξίτηλα
2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.
Greek Monotonic
δευσοποιός: -όν (δεύω, ποιέω), διαποτισμένος, ανεξίτηλα βαμμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.