διπλάζω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[διπλιάζω]] (AM [[διπλάζω]])<br />[[διπλασιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος συντετμημένος τ. του [[διπλασιάζω]]].
|mltxt=και [[διπλιάζω]] (AM [[διπλάζω]])<br />[[διπλασιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος συντετμημένος τ. του [[διπλασιάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διπλάζω:''' = [[διπλασιάζω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διπλασιάζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., τὸ διπλάζον [[κακόν]], το [[δύο]] ειδών [[κακό]], το διπλάσιο [[κακό]], σε Σοφ.
}}
}}