Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διέκδυσις: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διέκδυσις]], η (AM) [[διεκδύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] διαφυγής<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]], [[υπεκφυγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[διέκδυσις]] [[μυών]]» — [[ποντικότρυπα]].
|mltxt=[[διέκδυσις]], η (AM) [[διεκδύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] διαφυγής<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]], [[υπεκφυγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[διέκδυσις]] [[μυών]]» — [[ποντικότρυπα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διέκδῠσις:''' -εως, ἡ, [[αποφυγή]], [[διαφυγή]], [[κρυψώνας]], [[παράκαμψη]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέκδῠσις Medium diacritics: διέκδυσις Low diacritics: διέκδυσις Capitals: ΔΙΕΚΔΥΣΙΣ
Transliteration A: diékdysis Transliteration B: diekdysis Transliteration C: diekdysis Beta Code: die/kdusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A means of escape, δ. μυῶν mouse-holes, Ath.3.98d, cf. Plu.Sert. 13.

German (Pape)

[Seite 618] ἡ, Ausweg, Ausflucht, Plut. Sertor. 13; μυῶν, Schlupfwinkel, Ath. III, 98 d.

Greek (Liddell-Scott)

διέκδῠσις: -εως, ἡ, μέσον ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) ὑπεκφυγή, τέχνασμα, Πλούτ. Σερτωρ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fuite, évasion.
Étymologie: διεκδύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 evasión, huida Plu.Sert.13, Hsch., Eust.853.15.
2 medio de evasión, refugio μυῶν διεκδύσεις ratoneras Ath.98d.
3 capacidad de atravesar διὰ παντὸς πόρου τοῖς εἰδώλοις διέκδυσιν οὐκ ἀλόγως ἐπινοοῦμεν Epicur.Fr.[24.46] 15.

Greek Monolingual

διέκδυσις, η (AM) διεκδύω
1. μέσο διαφυγής
2. τέχνασμα, υπεκφυγή
3. φρ. «διέκδυσις μυών» — ποντικότρυπα.

Greek Monotonic

διέκδῠσις: -εως, ἡ, αποφυγή, διαφυγή, κρυψώνας, παράκαμψη, σε Πλούτ.