διφρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διφρευτής]], ο (Α) [[διφρεύω]]<br />[[διφρηλάτης]].
|mltxt=[[διφρευτής]], ο (Α) [[διφρεύω]]<br />[[διφρηλάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διφρευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που οδηγεί [[άρμα]], [[αρματηλάτης]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρευτής Medium diacritics: διφρευτής Low diacritics: διφρευτής Capitals: ΔΙΦΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: diphreutḗs Transliteration B: diphreutēs Transliteration C: difreftis Beta Code: difreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A charioteer, S.Aj.857.

German (Pape)

[Seite 645] ὁ, der Wagenlenker, Soph. Ai. 844.

Greek (Liddell-Scott)

διφρευτής: -οῦ, ὁ, διφρηλάτης, Σοφ. Αἴ. 857.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: διφρεύω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
auriga Ἥλιος S.Ai.857, Orph.H.8.6, Tz.Comm.Ar.2.521.8, Eust.Op.220.72.

Greek Monolingual

διφρευτής, ο (Α) διφρεύω
διφρηλάτης.

Greek Monotonic

διφρευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης, σε Σοφ.