διφρευτής: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διφρευτής]], ο (Α) [[διφρεύω]]<br />[[διφρηλάτης]]. | |mltxt=[[διφρευτής]], ο (Α) [[διφρεύω]]<br />[[διφρηλάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διφρευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που οδηγεί [[άρμα]], [[αρματηλάτης]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A charioteer, S.Aj.857.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, der Wagenlenker, Soph. Ai. 844.
Greek (Liddell-Scott)
διφρευτής: -οῦ, ὁ, διφρηλάτης, Σοφ. Αἴ. 857.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: διφρεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
auriga Ἥλιος S.Ai.857, Orph.H.8.6, Tz.Comm.Ar.2.521.8, Eust.Op.220.72.
Greek Monolingual
διφρευτής, ο (Α) διφρεύω
διφρηλάτης.
Greek Monotonic
διφρευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης, σε Σοφ.