δολιχεύω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιχεύω]] (AM) [[δόλιχος]]<br /><b>1.</b> [[δολιχοδρομώ]]<br /><b>2.</b> [[διανύω]] μεγάλο [[διάστημα]], [[πηγαίνω]] [[μακριά]].
|mltxt=[[δολιχεύω]] (AM) [[δόλιχος]]<br /><b>1.</b> [[δολιχοδρομώ]]<br /><b>2.</b> [[διανύω]] μεγάλο [[διάστημα]], [[πηγαίνω]] [[μακριά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[δολιχοδρομέω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχεύω Medium diacritics: δολιχεύω Low diacritics: δολιχεύω Capitals: ΔΟΛΙΧΕΥΩ
Transliteration A: dolicheúō Transliteration B: dolicheuō Transliteration C: dolicheyo Beta Code: dolixeu/w

English (LSJ)

   A = δολιχοδρομέω, AP11.82 (Nicarch.): generally, δρόμον δ. go through a long course, Ph.1.331; δ. τὴν φύσιν prolong its existence, ib.9; δ. πολλοὺς πλοῦς Ael.Fr.71.

German (Pape)

[Seite 654] = δολιχοδρομέω; Nicarch. 13 (XI, 82); δρόμον Philo; dah. überte., πολλοὺς πλοῦς, viele lange Seefahrten hin u. her machen, Ael. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχεύω: δολιχοδρομέω, Ἀνθ. Π. 11. 82· καθόλου, δρόμον δ., διανύω δρόμον μακρόν, Φίλων 1. 331· δ. τὴν φύσιν, αὐτόθι 9.

Spanish (DGE)

(δολῐχεύω) 1 correr el δόλιχος o carrera de larga distancia ἐν Ἀρκαδίᾳ δολιχεύων AP 11.82 (Nicarch.)
fig. c. ac. int. recorrer (θεὸς) δολιχεύει τὸν τῆς φύσεως δρόμον Ph.1.331, cf. 1.9, δολιχεύσας πολλοὺς ... πλοῦς habiendo realizado largas y numerosas navegaciones Ael.Fr.74a, βίοτον πτηνὸν δολίχευσα φόβοισι φιλάνδροις recorrí la fugaz carrera de la vida en el respeto a mi marido, SEG 35.1427.5 (Side III d.C.).
2 extenderse, ser largo de las tibias de los perros de caza ἐχέτω ... τὰ κῶλα ὀρθὰ τετανὰ δολιχεύοντα Eutecnius C.Par.16.2.

Greek Monolingual

δολιχεύω (AM) δόλιχος
1. δολιχοδρομώ
2. διανύω μεγάλο διάστημα, πηγαίνω μακριά.

Greek Monotonic

δολῐχεύω: μέλ. -σω, = δολιχοδρομέω, σε Ανθ.