δυσεξέλικτος: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσεξέλικτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[δυσεξήγητος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δυσεξέλικτα</i><br />με δύσκολους ελιγμούς. | |mltxt=[[δυσεξέλικτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[δυσεξήγητος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δυσεξέλικτα</i><br />με δύσκολους ελιγμούς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσεξέλικτος:''' -ον ([[ἐξελίσσω]]), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to unfold, involved, πλοκή D.H.Th.29, cf. Amm.2.2, Plu.Brut.13; δυσεξέλικτα κυματούμενος κλύδων Luc.Trag.25; twisted, contorted, ὀδόντες Ael.NA14.8.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu entwickeln, zu erklären; πλοκή Dion. Hal. iud. Thuc. 29; καὶ δύσφορον βούλευμα Plut. Brut. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξέλικτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.
Étymologie: δυσ-, ἐξελίσσω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de desenredar, difícil de explicar, complejo πλοκή D.H.Th.29.4, cf. 24.8, Amm.2.16.1, Gr.Thaum.Pan.Or.7.55, βούλευμα Plu.Brut.13, κινήσεις δυσεξελίκτους ἀνακυκλεῖν realizar giros complejos de elefantes amaestrados, Plu.2.968c.
2 del que es difícil salir, inextricable δεσμός E.Hipp.1237, λαβύρινθος ref. a la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.14.69, καμπαί de un laberinto, Tz.H.11.549
•neutr. plu. como adv. δυσεξέλικτα κυματούμενος ... κλύδων Luc.Trag.25
•del que es difícil desprenderse ὀδόντες de la anguila cuando los clava, Ael.NA 14.8.
II adv. -ως de forma inexplicable, sin sentido ὅταν δ. ἀναπολῶσι τὰ αὐτὰ πολλάκις Sch.Pi.N.7.155b.
Greek Monolingual
δυσεξέλικτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. δυσεξήγητος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα
με δύσκολους ελιγμούς.
Greek Monotonic
δυσεξέλικτος: -ον (ἐξελίσσω), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ.