δυσάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσάρμοστος]], -ον)<br />[[αταίριαστος]], [[ασυμβίβαστος]] («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br />(για κτήρια) αυτός που γίνεται [[επισφαλής]] εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσάρμοστος]], -ον)<br />[[αταίριαστος]], [[ασυμβίβαστος]] («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br />(για κτήρια) αυτός που γίνεται [[επισφαλής]] εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]), όχι [[καλά]] συναρμοσμένος, [[ασύμφωνος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάρμοστος Medium diacritics: δυσάρμοστος Low diacritics: δυσάρμοστος Capitals: ΔΥΣΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dysármostos Transliteration B: dysarmostos Transliteration C: dysarmostos Beta Code: dusa/rmostos

English (LSJ)

ον,

   A ill-united, Id.Eum. 13; insecure, πύργος App. Mith.34.

German (Pape)

[Seite 676] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάρμοστος: -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
désuni, en désaccord.
Étymologie: δυσ-, ἁρμόττω.

Spanish (DGE)

-ον
1 desencajado, desbaratado πύργος App.Mith.34.
2 mal avenido πρὸς μὲν ἀλλήλους ... δυσάρμοστοι de tropas de diferente proveniencia, Plu.Eum.13.
3 téc. malo de encajar, malo para la carpintería ὅσα ... δυσαρμοστότερα τῶν ξύλων Anon.in EN 128.22.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσάρμοστος, -ον)
αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα
αρχ.
(για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.

Greek Monotonic

δυσάρμοστος: -ον (ἁρμόζω), όχι καλά συναρμοσμένος, ασύμφωνος, σε Πλούτ.