δράμημα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[δρόμημα]].
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[δρόμημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δράμημα:''' ή [[δρόμημα]], -ατος, τό ([[δραμεῖν]]), [[τρέξιμο]] διαδρομής, [[δρόμος]], [[αγώνας]] δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράμημα Medium diacritics: δράμημα Low diacritics: δράμημα Capitals: ΔΡΑΜΗΜΑ
Transliteration A: drámēma Transliteration B: dramēma Transliteration C: dramima Beta Code: dra/mhma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, to/ (cf. EM316.50),

   A running, course, Hdt.8.98, A.Pers.247 (anap.), S.OT193 (lyr.), Ichn.74, Ion Trag.1, E.Ba.872 (lyr.), al.; κυμάτων δ. Id.Tr.693 (pl.): the later form δρόμημα is found in codd. of Id.Med.1180, al., cf. APl.5.385 (pl.), Ar.Byz.Epit. 73.14.

German (Pape)

[Seite 665] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff

Greek (Liddell-Scott)

δράμημα: ἢ δρόμημα, τό, τρέξιμον, δρόμος, ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ δεύτερος ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν δρόμημα πανταχοῦ, ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
course.
Étymologie: δραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gener. carrera παλίσσυτον δ. S.OT 193, δ. κυνῶν E.Ba.872, cf. Ph.1379
modo de correr δ. Περσικόν A.Pers.247
2 esp. correo de posta persa δ. τῶν ἵππων Hdt.8.98
carrera como competición de velocidad δῶρον ἄξιον δραμήματος Io Trag.1
de los astros carrera, curso δραμήματα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει E.Or.1005
en el mar corriente κυμάτων δραμήματα E.Tr.693. Frec. confundido c. δρόμημα q.u.

Greek Monolingual

το
βλ. δρόμημα.

Greek Monotonic

δράμημα: ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.