δυσπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπρόσοιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει [[κανείς]].
|mltxt=[[δυσπρόσοιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσοιστος:''' -ον (<i>προσοίσομαι</i>, Μέσ. μέλ. του [[προσφέρω]]), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοιστος Medium diacritics: δυσπρόσοιστος Low diacritics: δυσπρόσοιστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoistos Transliteration B: dysprosoistos Transliteration C: dysprosoistos Beta Code: duspro/soistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to approach, στόμα S.OC1277.

German (Pape)

[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
peu abordable, intraitable.
Étymologie: δυσ-, προσφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible al diálogo, difícil de abordar πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277.

Greek Monolingual

δυσπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει κανείς.

Greek Monotonic

δυσπρόσοιστος: -ον (προσοίσομαι, Μέσ. μέλ. του προσφέρω), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.