δυσδάκρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδάκρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει [[πολλά]] δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
|mltxt=[[δυσδάκρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει [[πολλά]] δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσδάκρῡτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[πολυδάκρυτος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που κλαίει [[πολύ]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδάκρῡτος Medium diacritics: δυσδάκρυτος Low diacritics: δυσδάκρυτος Capitals: ΔΥΣΔΑΚΡΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdákrytos Transliteration B: dysdakrytos Transliteration C: dysdakrytos Beta Code: dusda/krutos

English (LSJ)

ον,

   A sorely wept, A.Ag.442 (lyr.).    II. Act., sorely weeping, AP12.80 (Mel.); δάκρυα δ. tears of anguish, ib.7.476 (Id.).

German (Pape)

[Seite 677] 1) sehr zu beweinen; βαρὺ ψῆγμα Aesch. Ag. 430. – 2) sehr weinend; ψυχή Mel. 55 (XII, 80); δάκρυα 109 (VII, 476).

Greek (Liddell-Scott)

δυσδάκρῡτος: -ον, πολυδάκρυτος, δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, αὐτόθι 7. 476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait pleurer amèrement.
Étymologie: δυσ-, δακρύω.

Spanish (DGE)

(δυσδάκρῡτος) -ον
1 que es objeto de amargo llanto ψῆγμα A.A.442.
2 que llora amargamente ψυχή AP 12.80 (Mel.), δάκρυα δυσδάκρυτα lágrimas de angustia, AP 7.476 (Mel.).

Greek Monolingual

δυσδάκρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που αξίζει πολλά δάκρυα
2. αυτός που κλαίει πολύ
3. φρ. «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.

Greek Monotonic

δυσδάκρῡτος: -ον, I. πολυδάκρυτος, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που κλαίει πολύ, σε Ανθ.