ἐγκατοικοδομέω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[construir]], [[edificar]] en v. pas. φρούρια ... ἐπὶ τῶν καρτερῶν Th.3.18, Ποσειδῶνος τέμενος Lib.<i>Descr</i>.8.6.<br /><b class="num">2</b> [[encerrar entre muros]], [[emparedar]] c. ac. de pers. αὐτὴν ... εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin.1.182, ὁ δὲ (πατήρ) ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν el (padre) le mutiló y emparedó</i> Hieronym.Phil.32, cf. D.C.<i>Epit</i>.7.8.11, ἡμεῖς ... ἑαυτοὺς ... ἐγκατοικοδομοῦμεν Plu.2.601d<br /><b class="num">•</b>gener., perf. pas. [[estar encerrado]] ὁ δ' ([[ἀήρ]]) ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist.<i>de An</i>.420<sup>a</sup>9, ἐγκατῳκοδομημένοις ἐοίκασιν se asemejan a los emparedados</i> a causa de sus armaduras, Plu.<i>Luc</i>.28, τῆς εὐπορίας ... ἐγκατῳκοδομημένης καὶ ἀργούσης Plu.<i>Lyc</i>.9, τοῖς τυραννείοις ἐγκατῳκοδομημένον ... ἐγκαταβιῶσαι Plu.2.783d<br /><b class="num">•</b>[[estar almacenado]] σίτου ... ἐγκατῳκοδομημένου τοῖς τείχεσι Plu.<i>Aem</i>.8.<br /><b class="num">3</b> arq. [[empotrar]], [[introducir]] en una construcción οἰκοδομήσει ... [στ] όχους ... δι[α] λείποντας ἑπτὰ πόδας καὶ ἐγκατοικ[οδ] ομήσει στρωτῆρας [δ] ύο levantará pilares a intervalos de siete pies y empotrará en ellos dos viguetas</i> horizontales de pilar a pilar <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.59 (IV a.C.), στήλαν ... ἐς τὰν οἰκίαν ἐς τὸν τοῖχον <i>Abh.Leipz</i>.62(1).1969.40.6 (Astipalea III a.C.). | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[construir]], [[edificar]] en v. pas. φρούρια ... ἐπὶ τῶν καρτερῶν Th.3.18, Ποσειδῶνος τέμενος Lib.<i>Descr</i>.8.6.<br /><b class="num">2</b> [[encerrar entre muros]], [[emparedar]] c. ac. de pers. αὐτὴν ... εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin.1.182, ὁ δὲ (πατήρ) ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν el (padre) le mutiló y emparedó</i> Hieronym.Phil.32, cf. D.C.<i>Epit</i>.7.8.11, ἡμεῖς ... ἑαυτοὺς ... ἐγκατοικοδομοῦμεν Plu.2.601d<br /><b class="num">•</b>gener., perf. pas. [[estar encerrado]] ὁ δ' ([[ἀήρ]]) ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist.<i>de An</i>.420<sup>a</sup>9, ἐγκατῳκοδομημένοις ἐοίκασιν se asemejan a los emparedados</i> a causa de sus armaduras, Plu.<i>Luc</i>.28, τῆς εὐπορίας ... ἐγκατῳκοδομημένης καὶ ἀργούσης Plu.<i>Lyc</i>.9, τοῖς τυραννείοις ἐγκατῳκοδομημένον ... ἐγκαταβιῶσαι Plu.2.783d<br /><b class="num">•</b>[[estar almacenado]] σίτου ... ἐγκατῳκοδομημένου τοῖς τείχεσι Plu.<i>Aem</i>.8.<br /><b class="num">3</b> arq. [[empotrar]], [[introducir]] en una construcción οἰκοδομήσει ... [στ] όχους ... δι[α] λείποντας ἑπτὰ πόδας καὶ ἐγκατοικ[οδ] ομήσει στρωτῆρας [δ] ύο levantará pilares a intervalos de siete pies y empotrará en ellos dos viguetas</i> horizontales de pilar a pilar <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.59 (IV a.C.), στήλαν ... ἐς τὰν οἰκίαν ἐς τὸν τοῖχον <i>Abh.Leipz</i>.62(1).1969.40.6 (Astipalea III a.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκατοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]], [[οικοδομώ]] σε μια [[περιοχή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιτειχίζω]], [[εγκλείω]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A to build in a place, Th.3.18 (Pass.). II build in, immure, εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin. 1.182:—metaph. in Pass., ὁ [ἀὴρ] ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. de An.420a9, cf. Porph.Abst.4.3.
German (Pape)
[Seite 706] 1) darin, darauf erbauen; φρούρια ἐπὶ τῶν κρατερῶν Thuc. 3, 18. – 2) in ein Gebäude einschließen; εἰς ἔρημον οἶκον Aesch. 1, 182, u. Sp.; Plut. Aemil. 8, vom Getreide. – Uebertr, ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. anim. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 3. 18. ΙΙ. περικλείω, ἐγκλείω, εἰς ἔρημον οἰκίαν Αἰσχίν. 26. 8: ― μεταφ. ἐν τῷ παθ., ὁ ἀήρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐγκατῳκοδόμησα, pf. Pass. ἐγκατῳκοδόμημαι;
1 bâtir dans;
2 emprisonner, εἴς τι.
Étymologie: ἐν, κατοικοδομέω.
Spanish (DGE)
1 construir, edificar en v. pas. φρούρια ... ἐπὶ τῶν καρτερῶν Th.3.18, Ποσειδῶνος τέμενος Lib.Descr.8.6.
2 encerrar entre muros, emparedar c. ac. de pers. αὐτὴν ... εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin.1.182, ὁ δὲ (πατήρ) ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν el (padre) le mutiló y emparedó Hieronym.Phil.32, cf. D.C.Epit.7.8.11, ἡμεῖς ... ἑαυτοὺς ... ἐγκατοικοδομοῦμεν Plu.2.601d
•gener., perf. pas. estar encerrado ὁ δ' (ἀήρ) ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist.de An.420a9, ἐγκατῳκοδομημένοις ἐοίκασιν se asemejan a los emparedados a causa de sus armaduras, Plu.Luc.28, τῆς εὐπορίας ... ἐγκατῳκοδομημένης καὶ ἀργούσης Plu.Lyc.9, τοῖς τυραννείοις ἐγκατῳκοδομημένον ... ἐγκαταβιῶσαι Plu.2.783d
•estar almacenado σίτου ... ἐγκατῳκοδομημένου τοῖς τείχεσι Plu.Aem.8.
3 arq. empotrar, introducir en una construcción οἰκοδομήσει ... [στ] όχους ... δι[α] λείποντας ἑπτὰ πόδας καὶ ἐγκατοικ[οδ] ομήσει στρωτῆρας [δ] ύο levantará pilares a intervalos de siete pies y empotrará en ellos dos viguetas horizontales de pilar a pilar IG 22.463.59 (IV a.C.), στήλαν ... ἐς τὰν οἰκίαν ἐς τὸν τοῖχον Abh.Leipz.62(1).1969.40.6 (Astipalea III a.C.).
Greek Monotonic
ἐγκατοικοδομέω: μέλ. -ήσω·
I. χτίζω, οικοδομώ σε μια περιοχή, σε Θουκ.
II. περιτειχίζω, εγκλείω, σε Αισχίν.