δυσνίκητος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσνίκητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα νικιέται. | |mltxt=[[δυσνίκητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα νικιέται. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).
Greek (Liddell-Scott)
δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.
Greek Monolingual
δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.
Greek Monotonic
δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.