δωδεκάπαλαι: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δωδεκάπαλαι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[δώδεκα]] φορές πιο [[παλιά]], [[πριν]] από πολύ καιρό. | |mltxt=[[δωδεκάπαλαι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[δώδεκα]] φορές πιο [[παλιά]], [[πριν]] από πολύ καιρό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δωδεκάπᾰλαι:''' επίρρ., [[δώδεκα]] φορές [[πριν]], τόσο [[παλιά]], προ πολλού, από [[πολύ]] παλλιά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A twelve times πάλαι, ever so long ago, Ar.Eq.1154; cf. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.
German (Pape)
[Seite 694] vor zwölfmal langer Zeit, Ar. Equ. 1150, in komischer Steigerung.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάπᾰλαι: ἐπίρρ., δωδεκάκις πάλαι, πρὸ πλείστου ὅσου χρόνου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154· πρβλ. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis des siècles.
Étymologie: δώδεκα, πάλαι.
Spanish (DGE)
adv. durante un tiempo doce veces viejo e.d. hace muchísimo tiempo δεκάπαλαι γε καὶ δ. καὶ χιλιόπαλαι Ar.Eq.1154.
Greek Monolingual
δωδεκάπαλαι επίρρ. (Α)
δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό.
Greek Monotonic
δωδεκάπᾰλαι: επίρρ., δώδεκα φορές πριν, τόσο παλιά, προ πολλού, από πολύ παλλιά, σε Αριστοφ.