δράσιμος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δράσιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δράσιμον</i><br />[[ενέργεια]], [[δράση]]. | |mltxt=[[δράσιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δράσιμον</i><br />[[ενέργεια]], [[δράση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δράσῑμος:''' [ᾱ], -ον, = [[δραστήριος]], <i>τὸ δρ</i>., [[δραστηριότητα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A = δραστήριος: τὸ δ. activity, vigour, A. Th.554.
German (Pape)
[Seite 665] was zu thun ist; ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον Aesch. Spt. 536, Schol. πολεμικώτατός ἐστιν.
Greek (Liddell-Scott)
δράσῐμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος· τὸ δρ., δραστηριότης, Αἰσχύλ. Θήβ. 554.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ce qu’il faut faire, ce qu’on peut faire.
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
(δράσῐμος) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
subst. τὸ δράσιμον lo que puede hacerse χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δ. A.Th.554.
Greek Monolingual
δράσιμος, -ον (Α)
1. δραστήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον
ενέργεια, δράση.
Greek Monotonic
δράσῑμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος, τὸ δρ., δραστηριότητα, σε Αισχύλ.