εἰωθότως: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(big3_13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. formado sobre perf. [[εἴωθα]] [[como habitualmente]], [[de la forma acostumbrada]] πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰ. S.<i>El</i>.1456, εἰ. ἔλεξεν Pl.<i>Smp</i>.218d, ὁ θεὸς ... εἰ. ἰάσατο Aristid.<i>Or</i>.51.48, ἐν τῷ ἰδίῳ σχηματισμῷ ἐν ᾧπερ εἰ. ἤλεγχεν Numen.23, τυχεῖν ... τὴν δὲ (ἄρκτον) οὐκ εἰ. ἐκθηριωθῆναι sucedió que la osa se enfureció inusitadamente</i> Ael.<i>NA</i> 4.45, τὰς ... ἐκτενεῖς δεήσεις εἰ. ἀνεπέμψαμεν <i>CEph</i>.(431) <i>Ep</i>. en <i>ACO</i> 1.1.7 (p.79.10), εἰ. χειροτονηθείς Leo Mag.<i>Ep</i>. en <i>ACO</i> 2.1.2 (p.59.31).
|dgtxt=adv. formado sobre perf. [[εἴωθα]] [[como habitualmente]], [[de la forma acostumbrada]] πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰ. S.<i>El</i>.1456, εἰ. ἔλεξεν Pl.<i>Smp</i>.218d, ὁ θεὸς ... εἰ. ἰάσατο Aristid.<i>Or</i>.51.48, ἐν τῷ ἰδίῳ σχηματισμῷ ἐν ᾧπερ εἰ. ἤλεγχεν Numen.23, τυχεῖν ... τὴν δὲ (ἄρκτον) οὐκ εἰ. ἐκθηριωθῆναι sucedió que la osa se enfureció inusitadamente</i> Ael.<i>NA</i> 4.45, τὰς ... ἐκτενεῖς δεήσεις εἰ. ἀνεπέμψαμεν <i>CEph</i>.(431) <i>Ep</i>. en <i>ACO</i> 1.1.7 (p.79.10), εἰ. χειροτονηθείς Leo Mag.<i>Ep</i>. en <i>ACO</i> 2.1.2 (p.59.31).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰωθότως:''' επίρρ. του [[εἴωθα]], κατά το συνήθη τρόπο, ως [[συνήθως]], σε Σοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰωθότως Medium diacritics: εἰωθότως Low diacritics: ειωθότως Capitals: ΕΙΩΘΟΤΩΣ
Transliteration A: eiōthótōs Transliteration B: eiōthotōs Transliteration C: eiothotos Beta Code: ei)wqo/tws

English (LSJ)

Adv. of εἴωθα (v. ἔθω),

   A in customary wise, S.El.1456, Aristid.Or.51(27).48, etc.; εἰ. ἔλεξεν in his usual manner, Pl.Smp. 218d.

German (Pape)

[Seite 748] gewohntermaßen; Soph. El. 1448 Plat. Conv. 218 d.

Greek (Liddell-Scott)

εἰωθότως: ἐπίρρ. τοῦ εἴωθα, κατὰ τὸν συνήθη τρόπον, Σοφ. Ἠλ. 1456· ἑαυτῷ εἰωθότως, κατὰ τὸν συνήθη αὐτῷ τρόπον, Πλάτ. Συμπ. 218D.

French (Bailly abrégé)

adv.
selon la coutume ; habituellement.
Étymologie: εἴωθα.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre perf. εἴωθα como habitualmente, de la forma acostumbrada πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰ. S.El.1456, εἰ. ἔλεξεν Pl.Smp.218d, ὁ θεὸς ... εἰ. ἰάσατο Aristid.Or.51.48, ἐν τῷ ἰδίῳ σχηματισμῷ ἐν ᾧπερ εἰ. ἤλεγχεν Numen.23, τυχεῖν ... τὴν δὲ (ἄρκτον) οὐκ εἰ. ἐκθηριωθῆναι sucedió que la osa se enfureció inusitadamente Ael.NA 4.45, τὰς ... ἐκτενεῖς δεήσεις εἰ. ἀνεπέμψαμεν CEph.(431) Ep. en ACO 1.1.7 (p.79.10), εἰ. χειροτονηθείς Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.59.31).

Greek Monotonic

εἰωθότως: επίρρ. του εἴωθα, κατά το συνήθη τρόπο, ως συνήθως, σε Σοφ., Πλάτ.