ἐκσκεδάννυμι: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκσκεδάννυμι]] (Α)<br />[[διασκορπίζω]] στον αέρα, [[απορρίπτω]], [[εκδιώκω]] («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[ἐκσκεδάννυμι]] (Α)<br />[[διασκορπίζω]] στον αέρα, [[απορρίπτω]], [[εκδιώκω]] («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσκεδάννῡμι:''' μέλ. <i>-σκεδάσω</i>, [[σκορπίζω]] στον άνεμο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A scatter to the wind, τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq. 795.
German (Pape)
[Seite 778] (σκεδάννυμι), herausjagen u. zerstreuen, Ar. Equ. 792.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκεδάννῡμι: διασκορπίζω εἰς τὸν ἄνεμον, Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ἀριστοφ. Ἱππ. 795.
French (Bailly abrégé)
disperser aux quatre vents.
Étymologie: ἐκ, σκεδάννυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἐκκεδ-
• Morfología: [sólo aor.]
1 deshacer, diseminar στέφος ἐξεκέδασσε γαμήλιον Bio 1.88, cf. Hsch.
•fig. estropear, hacer imposible τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq.795.
2 fig. expulsar, destruir expulsando ἐκ δέ οἱ ἦτορ ἀπὸ μελέων ἐκέδασσε Q.S.10.124 (tm.).
Greek Monolingual
ἐκσκεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐκσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.