ἐκσμάω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκσμάω]] (Α)<br />[[σφουγγίζω]], [[ξεπλένω]], [[εξαλείφω]] («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.). | |mltxt=[[ἐκσμάω]] (Α)<br />[[σφουγγίζω]], [[ξεπλένω]], [[εξαλείφω]] («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσμάω:''' [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] [[καθαρά]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A wipe out, τὰ ποτήρια Hdt.3.148.
German (Pape)
[Seite 778] (s. σμάω), aus-, abwischen; τὰ ποτήρια ἐξέσμων Her. 3, 148.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσμάω: ἐκσμήχω, σπογγίζω, ἐξέσμων ποτήρια Ἡρόδ. 3. 148· «ἐξέσμων· ἔσμηχον· καὶ ἔσμων δὲ τὸ αὐτὸ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
essuyer des vases.
Étymologie: ἐκ, σμάω.
Spanish (DGE)
limpiar, pulir ἐξέσμων αὐτά (τὰ ποτήρια) Hdt.3.148.
Greek Monolingual
ἐκσμάω (Α)
σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).