ἑλίγδην: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἑλίγδην]])<br /><b>επίρρ.</b> με περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ελίγδην]] [[πλους]]» — [[πλους]] με ελιγμούς για την [[αποφυγή]] υποβρυχιακών επιθέσεων.
|mltxt=(Α [[ἑλίγδην]])<br /><b>επίρρ.</b> με περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ελίγδην]] [[πλους]]» — [[πλους]] με ελιγμούς για την [[αποφυγή]] υποβρυχιακών επιθέσεων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλίγδην:''' επίρρ. ([[ἑλίσσω]]), σπειροειδώς, τυλιχτά, κουλουριαστά, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλίγδην Medium diacritics: ἑλίγδην Low diacritics: ελίγδην Capitals: ΕΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: helígdēn Transliteration B: heligdēn Transliteration C: eligdin Beta Code: e(li/gdhn

English (LSJ)

Adv., (ἑλίσσω)

   A whirling, rolling, A.Pr.882 (anap.); cf. εἱλίγδην.

German (Pape)

[Seite 797] gewunden, Aesch. Prom. 884.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλίγδην: ἐπίρρ. (ἑλίσσω) περιστοφάδην, τροχοδινεῖται δ’ ὄμμαθ’ ἑλίγδην Αἰσχύλ. Πρ. 882.

French (Bailly abrégé)

adv.
en roulant dans leurs orbites en parl. d’yeux égarés.
Étymologie: ἑλίσσω.

Spanish (DGE)

adv. en círculo τροχοδινεῖται δ' ὄμμαθ' ἑ. A.Pr.882; cf. εἱλίγδην.

Greek Monolingual

ἑλίγδην)
επίρρ. με περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
φρ. «ελίγδην πλους» — πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων.

Greek Monotonic

ἑλίγδην: επίρρ. (ἑλίσσω), σπειροειδώς, τυλιχτά, κουλουριαστά, σε Αισχύλ.