ἐκπαίδευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπαίδευμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> [[τέκνο]], [[παιδί]]. | |mltxt=[[ἐκπαίδευμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> [[τέκνο]], [[παιδί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπαίδευμα:''' -ατος, τό, [[βρέφος]], [[νήπιο]], [[παιδί]], τέκνο, [[μαθητούδι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A nursling, child, E.Cyc.601.
German (Pape)
[Seite 771] τό, das Erzogene, Zögling, Eur. Cycl. 601.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, τέκνον, σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourrisson, rejeton.
Étymologie: ἐκπαιδεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό criatura Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.Cyc.601.
Greek Monolingual
ἐκπαίδευμα, το (Α)
1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον
2. τέκνο, παιδί.
Greek Monotonic
ἐκπαίδευμα: -ατος, τό, βρέφος, νήπιο, παιδί, τέκνο, μαθητούδι, σε Ευρ.