ἔμβαμμα: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμβαμμα]], το (AM)<br />[[σάλτσα]] με [[ζουμί]] από [[κρέας]] και καρυκεύματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «οἴνου [[ἔμβαμμα]]» — κρασάτη [[σάλτσα]].
|mltxt=[[ἔμβαμμα]], το (AM)<br />[[σάλτσα]] με [[ζουμί]] από [[κρέας]] και καρυκεύματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «οἴνου [[ἔμβαμμα]]» — κρασάτη [[σάλτσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβαμμα:''' -ατος, τό ([[ἐμβάπτω]]), [[σάλτσα]], [[ζωμός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβαμμα Medium diacritics: ἔμβαμμα Low diacritics: έμβαμμα Capitals: ΕΜΒΑΜΜΑ
Transliteration A: émbamma Transliteration B: embamma Transliteration C: emvamma Beta Code: e)/mbamma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sauce, soup, X.Cyr.1.3.4, Theopomp.Com.8, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.4, Aret.CD1.3, etc.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die Brühe, zum Eintauchen; Xen. Cyr. 1, 3, 4; Ath. IX, 368 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαμμα: τό, ζώμευμα, ζωμός, «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου ἔμβαμμα, «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sauce.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
salsa παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.Cyr.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa, e.d., para guardar la salsa inscr. en un ánfora IDE 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.Inc.41.4, Aret.CD 1.3.12.

Greek Monolingual

ἔμβαμμα, το (AM)
σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα
μσν.
φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» — κρασάτη σάλτσα.

Greek Monotonic

ἔμβαμμα: -ατος, τό (ἐμβάπτω), σάλτσα, ζωμός, σε Ξεν.