ἐκπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκπτήσσω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]].
|mltxt=[[ἐκπτήσσω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρομάζω]] κάποιον και τον κάνω να φύγει, <i>οἴκωνμε ἐξέπταξας</i> (Δωρ.), σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπτήσσω Medium diacritics: ἐκπτήσσω Low diacritics: εκπτήσσω Capitals: ΕΚΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: ekptḗssō Transliteration B: ekptēssō Transliteration C: ekptisso Beta Code: e)kpth/ssw

English (LSJ)

   A scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (Dor.) E.Hec.179 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 777] herausscheuchen; οἴκων μ' ἐξέπταξας Eur. Hec. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπτήσσω: κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ, οἴκων με ἐξέπταξας (Δωρ.) Εὐρ. Ἑκ. 180.

French (Bailly abrégé)

ao. dor. 2ᵉ sg. ἐξέπταξας;
faire sortir tout tremblant.
Étymologie: ἐκ, πτήσσω.

Spanish (DGE)

espantar c. ac. y gen. separat. οἴκων μ' ... ἐξέπταξας me has hecho salir espantada de la casa E.Hec.179.

Greek Monolingual

ἐκπτήσσω (Α)
κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω.

Greek Monotonic

ἐκπτήσσω: μέλ. -ξω, τρομάζω κάποιον και τον κάνω να φύγει, οἴκωνμε ἐξέπταξας (Δωρ.), σε Ευρ.