ἐνεσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(12)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνεσία]] και επικ. τ. [[ἐννεσίη]], η (Α) [[ενίημι]]<br />[[προτροπή]], [[συμβουλή]], [[εισήγηση]].
|mltxt=[[ἐνεσία]] και επικ. τ. [[ἐννεσίη]], η (Α) [[ενίημι]]<br />[[προτροπή]], [[συμβουλή]], [[εισήγηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεσία:''' Επικ. [[ἐννεσία]], ἡ ([[ἐνίημι]]), [[συμβουλή]], [[προτροπή]], [[πρόταση]], [[εισήγηση]], <i>κείνης ἐνεσσίῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.) με [[εισήγηση]] εκείνης, [[κατόπιν]] πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεσία Medium diacritics: ἐνεσία Low diacritics: ενεσία Capitals: ΕΝΕΣΙΑ
Transliteration A: enesía Transliteration B: enesia Transliteration C: enesia Beta Code: e)nesi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίημι)

   A suggestion, used only in Ep. form ἐννεσίη: dat. pl., with gen. pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th.494, h.Cer.30, Call.Dian. 108; ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7, prob. in Q.S.3.475: gen. pl., ἐννεσιάων A.R.3.1364.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, s. ἐννεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεσία: ἡ, (ἐνίημι) συμβουλή, προτροπή, εἰσήγησις, μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, ἐννεσία: δοτ. πληθ. μετὰ γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.

Greek Monolingual

ἐνεσία και επικ. τ. ἐννεσίη, η (Α) ενίημι
προτροπή, συμβουλή, εισήγηση.

Greek Monotonic

ἐνεσία: Επικ. ἐννεσία, ἡ (ἐνίημι), συμβουλή, προτροπή, πρόταση, εισήγηση, κείνης ἐνεσσίῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.) με εισήγηση εκείνης, κατόπιν πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.