ἐξαγωνίζομαι: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαγωνίζομαι]] (Α) [[αγωνίζομαι]]<br />[[αγωνίζομαι]] σκληρά. | |mltxt=[[ἐξαγωνίζομαι]] (Α) [[αγωνίζομαι]]<br />[[αγωνίζομαι]] σκληρά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[διαγωνίζομαι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A fight, struggle hard, E.HF155; περί τινος D.S.13.73 codd.
German (Pape)
[Seite 862] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; περί τινος, D. Sic. 13, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: διαγωνίζομαι, τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; ταῦτα εἶναι τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· περί τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.
French (Bailly abrégé)
combattre à outrance : τινι contre qqn ; περί τινος pour qch.
Étymologie: ἐξ, ἀγωνίζομαι.
Spanish (DGE)
1 intr. combatir, luchar hasta el final τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.HF 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.Epp.Paul.M.85.700A.
Greek Monolingual
ἐξαγωνίζομαι (Α) αγωνίζομαι
αγωνίζομαι σκληρά.
Greek Monotonic
ἐξᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· διαγωνίζομαι, σε Ευρ.