ἐντεσιεργός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:42, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.
German (Pape)
[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.
Greek Monolingual
ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐντεσιεργός: -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος, ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.