ἐκπεριπλέω: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπεριπλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιπλέω]] από [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> [[περιπλέω]]. | |mltxt=[[ἐκπεριπλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιπλέω]] από [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> [[περιπλέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπεριπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[περιπλέω]] [[ολόγυρα]] ώστε να πλήξω τον εχθρό απ' τα πλάγια, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -πλεύσομαι,
A to sail out round, so as to attack in flank, Plb.1.23.9 ; τὰς σχεδίας J.BJ3.10.9 ; circumnavigate, Λιβύην Arr.An.4.7.5: abs., ib.6.28.6; ταῖς ναυσί Plu.Aem. 15:—Ion. ἐκπερι-πλώω, Arr.Ind.20.1.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πλέω), von einem Orte aus umschiffen; τὸν κόλπον Arr. An. 6, 28, 9; Pol. 1, 23, 9; ταῖς ναυσί Plut. Aem. P. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεριπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, περιπλέω ἔξωθεν ὥστε νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. ἐμπεριπλέω: - Ἰων. -πλώω, Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.
French (Bailly abrégé)
naviguer autour.
Étymologie: ἐκ, περιπλέω.
Spanish (DGE)
náut.
I intr.
1 dar un rodeo con las naves para atacar de flanco o por la popa, Plb.1.23.9.
2 terminar el periplo, la circunnavegación ἔστε ἐπὶ τὴν Σουσιανῶν τε γῆν Arr.An.6.28.6.
II tr.
1 rodear τὰς σχεδίας I.BI 3.524, ταῖς ναυσὶ ... ἐκπεριπλεῖν καὶ κυκλοῦσθαι τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων Plu.Aem.15.
2 circunnavegar τὴν Λιβύην Arr.An.4.7.5.
Greek Monolingual
ἐκπεριπλέω (Α)
1. περιπλέω από απόσταση
2. περιπλέω.
Greek Monotonic
ἐκπεριπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, περιπλέω ολόγυρα ώστε να πλήξω τον εχθρό απ' τα πλάγια, σε Πλούτ.