ἐξιτός: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξιτός]] -ή, -όν (Α) [[έξειμι]]<br />αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», <b>Ησίοδ.</b>). | |mltxt=[[ἐξιτός]] -ή, -όν (Α) [[έξειμι]]<br />αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», <b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.
German (Pape)
[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².
Greek Monolingual
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.