ἐπάϊστος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπάιστος, -ον (Α) [[επαΐω]]<br /><b>1.</b> [[φανερός]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[αντιληπτός]].
|mltxt=ἐπάιστος, -ον (Α) [[επαΐω]]<br /><b>1.</b> [[φανερός]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[αντιληπτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάϊστος:''' -ον (ἐπαΐω), [[ακουστός]], [[φανερός]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάϊστος Medium diacritics: ἐπάϊστος Low diacritics: επάϊστος Capitals: ΕΠΑΪΣΤΟΣ
Transliteration A: epáïstos Transliteration B: epaistos Transliteration C: epaistos Beta Code: e)pa/i+stos

English (LSJ)

ον, (ἐπαϊω)

   A heard of, detected, usu. c. part., ἐ. ἐγένετο ἐργασμένος Hdt.2.119; ἐ. ἐγένετο προδιδούς Id.8.128, cf. 6.74; ἐ. ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω Id.3.15, cf. 7.146; perceived, Ant.Lib.34.4. Adv. -τως Onat. ap. Stob.1.1.39 (dub.).

German (Pape)

[Seite 896] gehört, ruchbar; ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; ἐπεί τε ἐπάϊστος ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάϊστος: -ον, (ἐπαΐω), φανερός, μετὰ μετοχ., ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· ἐπάϊστος ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· οὕτως ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ μετοχή.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
notoire, connu : ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασάμενος HDT il fut connu de notoriété publique pour avoir fait.
Étymologie: ἐπαΐω.

Greek Monolingual

ἐπάιστος, -ον (Α) επαΐω
1. φανερός, ξακουστός
2. αντιληπτός.

Greek Monotonic

ἐπάϊστος: -ον (ἐπαΐω), ακουστός, φανερός, σε Ηρόδ.