ἐξονομαίνω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξονομαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καλώ]] ονομαστικά<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] ρητά, [[σαφώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ονομαίνω]] «[[ονομάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>)].
|mltxt=[[ἐξονομαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καλώ]] ονομαστικά<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] ρητά, [[σαφώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ονομαίνω]] «[[ονομάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξονομαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, λέω το όνομα κάποιου, [[αναφέρω]] ονομαστικά, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξονομαίνω Medium diacritics: ἐξονομαίνω Low diacritics: εξονομαίνω Capitals: ΕΞΟΝΟΜΑΙΝΩ
Transliteration A: exonomaínō Transliteration B: exonomainō Transliteration C: eksonomaino Beta Code: e)conomai/nw

English (LSJ)

   A name, speak of by name, ἄνδρα Il.3.166; αἴδετο . . γάμον ἐξονομῆναι name, tell it, Od.6.66, cf. h.Ven.252; τὸ πλῆθος τοῦ ἀργυρίου SIG527.122 (Crete, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 886] bei Namen nennen, rufen; ἄνδρα Il. 3, 166; αἴδετο γάμον ἐξονομῆναι, sie schämte sich, die Hochzeit mit Namen zu nennen, Od. 6, 66; h. Ven. 253.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομαίνω: λέγω τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ αὐτοῦ ὀνομαστί, Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.

French (Bailly abrégé)

appeler ou désigner par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα.

English (Autenrieth)

aor. subj. -μήνῃς, inf. -μῆναι: call by name, name, mention, Od. 6.66.

Greek Monolingual

ἐξονομαίνω (Α)
1. καλώ ονομαστικά
2. εκφράζω ρητά, σαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονομαίνω «ονομάζω» (< όνομα)].

Greek Monotonic

ἐξονομαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λέω το όνομα κάποιου, αναφέρω ονομαστικά, σε Όμηρ.