ἐπιδανείζω: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδανείζω]] (Α)<br />[[δανείζω]] χρήματα ενυποθηκεύοντας [[κτήμα]] («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιδανείζω]] (Α)<br />[[δανείζω]] χρήματα ενυποθηκεύοντας [[κτήμα]] («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] χρήματα για ήδη υποθηκευμένη [[ιδιοκτησία]], σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος [[ιδιοκτησία]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδᾰνείζω Medium diacritics: ἐπιδανείζω Low diacritics: επιδανείζω Capitals: ΕΠΙΔΑΝΕΙΖΩ
Transliteration A: epidaneízō Transliteration B: epidaneizō Transliteration C: epidaneizo Beta Code: e)pidanei/zw

English (LSJ)

   A lend money on property already mortgaged, D.35.22, PPetr.3p.41 (iii B.C.); ἐ. ἐπὶ κτήμασι Arist.Oec.1347a1; ἱερατικὰς προσόδους ἐ. PGnom.184 (ii A.D.):—Med., borrow on property already mortgaged, D.34.6, Syngr. ap. eund.35.11: metaph., ἐπιδανείζεσθαι χρόνον παρὰ τῆς τύχης εἰς ἄδοξον βίον Plu.Brut.33.

German (Pape)

[Seite 934] noch dazu, zur zweiten Hypothek leihen, Dem. 35, 22; im med. sich borgen, 34, 6; vgl. B. A. 259; übh. = δανείζω, z. B. ἐπὶ κτήμασι Arist. oec. 2, 3, übtr. παρὰ τῆς τύχης χρόνον εἰς ἄδοξον βίον Plut. Brut. 33.

French (Bailly abrégé)

prendre une seconde hypothèque sur un bien;
Moy. ἐπιδανείζομαι emprunter sur un bien déjà hypothéqué.
Étymologie: ἐπί, δανείζω.

Greek Monolingual

ἐπιδανείζω (Α)
δανείζω χρήματα ενυποθηκεύοντας κτήμα («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐπιδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω χρήματα για ήδη υποθηκευμένη ιδιοκτησία, σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος ιδιοκτησία, στον ίδ.