ἐξάγγελτος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάγγελτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, [[έκδηλος]] («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=[[ἐξάγγελτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, [[έκδηλος]] («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξάγγελτος:''' -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, [[φανερός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A told of, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Th.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελτος: -ον, ἔκδηλος, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Θουκ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
annoncé, publié.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. descubierto ὅσοις τε ἐπιτύχοιεν ξυνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι apresaban a los que encontraban, para no ser descubiertos Th.8.14, cf. I.AI 18.318.
2 de cosas comunicado, notificado, revelado τάδε ... ἐξάγγελτα βασιλεῖ ἦν I.AI 17.44.
Greek Monolingual
ἐξάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐξάγγελτος: -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός, σε Θουκ.