ἐπιλίγδην: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιλίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επιπόλαια («[[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρὶ... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]]» — χτυπήθηκε με [[ακόντιο]] επιφανειακά, επιπόλαια στην [[επιδερμίδα]] του ώμου, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λίγδην]] «αγγίζοντας»]. | |mltxt=[[ἐπιλίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επιπόλαια («[[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρὶ... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]]» — χτυπήθηκε με [[ακόντιο]] επιφανειακά, επιπόλαια στην [[επιδερμίδα]] του ώμου, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λίγδην]] «αγγίζοντας»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιλίγδην:''' επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]
German (Pape)
[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.
English (Autenrieth)
βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.
Greek Monolingual
ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].
Greek Monotonic
ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.