ἐπισκύζομαι: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισκύζομαι]] (AM)<br />οργίζομαι, [[αγανακτώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι»]. | |mltxt=[[ἐπισκύζομαι]] (AM)<br />οργίζομαι, [[αγανακτώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπισκύζομαι:''' αποθ., [[αγανακτώ]], εξοργίζομαι για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπισκύσσαιτο</i> (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be indignant at a thing, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοί Il.9.370; μὴ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ep.aor.) Od.7.306: —Act., aor. ἐπισκύσαι EM364.10.
German (Pape)
[Seite 980] worüber zornig, unwillig werden, Il. 9, 370; ἐπισκύσσαιτο Od. 7, 306; das act. E. M, ἐπισκύσαι τὸ χαλεπῆναι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκύζομαι: Ἀποθ., ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι ἐπί τινι, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοὶ Ἰλ. Θ. 370· μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ἐπικ. ἀόρ.) Ὀδ. Η. 306: ― Ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπισκύσαι, «ἐπισκύσαι, τὸ χαλεπῆναι» Ε. Μ. 364. 13.
French (Bailly abrégé)
opt. ao. 3ᵉ sg. épq. ἐπισκύσσαιτο;
s’irriter contre.
Étymologie: ἐπί, σκύζομαι.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐπισκύσσαιτο: be indignant or wroth at; τινί, Ι 3, Od. 7.306.
Greek Monolingual
ἐπισκύζομαι (AM)
οργίζομαι, αγανακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»].
Greek Monotonic
ἐπισκύζομαι: αποθ., αγανακτώ, εξοργίζομαι για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπισκύσσαιτο (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.