ἐπηλύτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπηλύτης]], ο (Α) [[έπηλυς]]<br /><b>1.</b> [[έπηλυς]], [[ξένος]]<br /><b>2.</b> [[προσήλυτος]].
|mltxt=[[ἐπηλύτης]], ο (Α) [[έπηλυς]]<br /><b>1.</b> [[έπηλυς]], [[ξένος]]<br /><b>2.</b> [[προσήλυτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπηλύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, = [[ἔπηλυς]] II, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηλύτης Medium diacritics: ἐπηλύτης Low diacritics: επηλύτης Capitals: ΕΠΗΛΥΤΗΣ
Transliteration A: epēlýtēs Transliteration B: epēlytēs Transliteration C: epilytis Beta Code: e)phlu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A = ἔπηλυς, Th.1.9 codd., f.l. in X.Oec.11.4, cf. Poll.3.54, Philostr.VA2.9, Procop.Vand.2.10: —also ἐπήλ-ῠτος, ον, D.H.3.72, Ph.1.160.

German (Pape)

[Seite 920] ὁ, seltenes W. für ἔπηλυς, Thuc. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηλύτης: ῠ, ου, ὁ, = ἔπηλυς, Θουκ. 1. 9, Ξεν. Οἰκ. 11, 4. 2) προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392, 37., 406. 21·- ὡσαύτως, ἐπήλυτος, ον, Διον. Ἁλ. 3. 72.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήλυτος· ἔποικος. προσήλυτος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἔπηλυς.

Greek Monolingual

ἐπηλύτης, ο (Α) έπηλυς
1. έπηλυς, ξένος
2. προσήλυτος.

Greek Monotonic

ἐπηλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ἔπηλυς II, σε Θουκ.