ἐπιγραμμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιγραμμάτιον]], το (Α)<br />μικρό [[επίγραμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[επίγραμμα]] με την υποκοριστική κατάλ. -<i>ιον</i>]. | |mltxt=[[ἐπιγραμμάτιον]], το (Α)<br />μικρό [[επίγραμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[επίγραμμα]] με την υποκοριστική κατάλ. -<i>ιον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιγραμμάτιον:''' τό, υποκορ. του <i>ἐπιγράμματος</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.
German (Pape)
[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.
Greek Monolingual
ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
ἐπιγραμμάτιον: τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.