ἐπιστρατεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπιστρατεία]] και [[ἐπιστρατηΐη]]) [[επιστρατεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστράτευση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκστρατεία]].
|mltxt=η (Α [[ἐπιστρατεία]] και [[ἐπιστρατηΐη]]) [[επιστρατεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστράτευση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκστρατεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστρᾰτεία:''' Ιων. -ηΐη, ἡ, [[πορεία]], [[προέλαση]] ή [[εκστρατεία]] [[εναντίον]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρᾰτεία Medium diacritics: ἐπιστρατεία Low diacritics: επιστρατεία Capitals: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: epistrateía Transliteration B: epistrateia Transliteration C: epistrateia Beta Code: e)pistratei/a

English (LSJ)

Ion. ἐπιστρᾰτ-ηΐη, ἡ,

   A march or expedition against, Hdt.9.3; τῶν Πλαταιῶν against Plataea, Th.2.79; σὺν Κύρῳ X.An.2.4.1.

German (Pape)

[Seite 985] ἡ, ion. ἐπιστρατηΐη, Her. 9, 3, der Feldzug gegen Jemand, τῶν Πλαταιέων, gegen die Pl., Thuc. 2, 79; Xen. An. 2, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρᾰτεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, ἐπιστρατεία ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 3· τῶν Πλαταιῶν, κατὰ τῶν Πλ., Θουκ. 2. 79· σὺν Κύρῳ Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιστρατεία και ἐπιστρατηΐη) επιστρατεύω
νεοελλ.
επιστράτευση
αρχ.-μσν.
εκστρατεία.

Greek Monotonic

ἐπιστρᾰτεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, πορεία, προέλαση ή εκστρατεία εναντίον, σε Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ.