ἔπουρος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔπουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ [[ἔπουρος]] [[αὔρα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι [[ἔπουρος]] ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ούρος]] «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ούρος]] Ι)].
|mltxt=[[ἔπουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ [[ἔπουρος]] [[αὔρα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι [[ἔπουρος]] ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ούρος]] «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ούρος]] Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔπουρος:''' -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, [[ούριος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπουρος Medium diacritics: ἔπουρος Low diacritics: έπουρος Capitals: ΕΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: épouros Transliteration B: epouros Transliteration C: epouros Beta Code: e)/pouros

English (LSJ)

ον,

   A blowing favourably, αὔρα S.Tr.954 (lyr.).    II a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1011] günstig wehend, αὔρα Soph. Tr. 950, Schol. οὔριος (nach Herm. von ὅρος, nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπουρος: -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, αὔρα Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπουρος· εἶδος ἰχθύος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souffle favorablement.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.

Greek Monolingual

ἔπουρος, -ον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.)
2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)].

Greek Monotonic

ἔπουρος: -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, ούριος, σε Σοφ.