ἐπίσπορος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο. | |mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίσπορος:''' -ον ([[ἐπισπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί [[κατόπιν]], <i>οἱ ἐπ</i>., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sown afterwards, οἱ ἐ. posterity, A.Eu.673; τὰ ἐ. secondary crops, of vegetables, Thphr.HP7.1.2, PTeb.27.37 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 981] nachgesäet, οἱ ἐπίσποροι, die Nachkommen, Aesch. Eum. 643; τὰ ἐπίσπορα, die Gemüse, die mehrere Mal im Jahre gesäet, nachgesäet werden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσπορος: -ον, ὁ κατόπιν σπαρείς, οἱ ἐπίσποροι, οἱ μετέπειτα, οἱ ἀπόγονοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 673· τὰ ἐπ., λάχανα σπειρόμενα διὰ ὄψιμον συγκομιδήν, τὰ καλούμενα ἐπίσπορα· ταῦτα δ’ ἐστὶ τεύτλιον, θριδακίνη, εὔζωμον, λάπαθον, κτλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semé postérieurement ; fig. οἱ ἐπίσποροι ESCHL les descendants.
Étymologie: ἐπισπείρω.
Greek Monolingual
ἐπίσπορος, -ον (Α) επισπείρω
1. αυτός που σπάρθηκε ύστερα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσποροι
οι απόγονοι
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσπορα
λαχανικά που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.
Greek Monotonic
ἐπίσπορος: -ον (ἐπισπείρω), αυτός που έχει σπαρεί κατόπιν, οἱ ἐπ., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.