ἑπτάτονος: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάτονος]], -ον)<br />(για μουσικό όργανο) με [[επτά]] τόνους («α. [[ἑπτάτονος]] [[φόρμιγξ]], Τέρπ.<br />β. «[[ἑπτάτονος]] [[χέλυς]]», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάτονος]], -ον)<br />(για μουσικό όργανο) με [[επτά]] τόνους («α. [[ἑπτάτονος]] [[φόρμιγξ]], Τέρπ.<br />β. «[[ἑπτάτονος]] [[χέλυς]]», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑπτάτονος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] τόνους, [[επτάφωνος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A seven-toned, φόρμιγξ Terp.5 ; γᾶρυς B.Scol.Oxy.1361 Fr.1.2 ; λύρα Ion Eleg.3.3 ; χέλυς E.Alc.446 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1013] siebentönig, χέλυς Eur. Alc. 446 Here. Für. 683; λύρα I. A. 1129; sp. D., z. B. Nonn. D. 38, 303.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάτονος: -ον, ἔχων ἑπτὰ τόνους, ἑπτάφωνος, Τέρπανδ. 1, Ἴων 3. 3. Εὐρ. Ἄλκ. 446.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept tons ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, τόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάτονος, -ον)
(για μουσικό όργανο) με επτά τόνους («α. ἑπτάτονος φόρμιγξ, Τέρπ.
β. «ἑπτάτονος χέλυς», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἑπτάτονος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά τόνους, επτάφωνος, σε Ευρ.