ἐσχάριος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσχάριος]], -ον (Α) [[εσχάρα]]<br />αυτός που ανήκει στην [[εσχάρα]] ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτήν.
|mltxt=[[ἐσχάριος]], -ον (Α) [[εσχάρα]]<br />αυτός που ανήκει στην [[εσχάρα]] ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτήν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχάριος:''' -ον ([[ἐσχάρα]]), [[κατάλληλος]] για την [[σχάρα]] ή αυτός που ανήκει στην [[εστία]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριος Medium diacritics: ἐσχάριος Low diacritics: εσχάριος Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΣ
Transliteration A: eschários Transliteration B: escharios Transliteration C: escharios Beta Code: e)sxa/rios

English (LSJ)

ον,

   A of or on the hearth, πῦρ AP7.210 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1045] zum Heerde gehörig, auf dem Heerde, πῦρ Antip. Sid. 63 (VII, 2101.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἐσχάραν, τὴν ἑστίαν ἢ κατάλληλος δι᾿ αὐτήν, πῦρ Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer, l’âtre.
Étymologie: ἐσχάρα.

Greek Monolingual

ἐσχάριος, -ον (Α) εσχάρα
αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν.

Greek Monotonic

ἐσχάριος: -ον (ἐσχάρα), κατάλληλος για την σχάρα ή αυτός που ανήκει στην εστία, σε Ανθ.