ἔσκον: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔσκον]] (Α)<br />ιων. και επικ. τ. πρτ. του ρ. [[εἰμί]].
|mltxt=[[ἔσκον]] (Α)<br />ιων. και επικ. τ. πρτ. του ρ. [[εἰμί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔσκον:''' Επικ. και Ιων. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔσκον Medium diacritics: ἔσκον Low diacritics: έσκον Capitals: ΕΣΚΟΝ
Transliteration A: éskon Transliteration B: eskon Transliteration C: eskon Beta Code: e)/skon

English (LSJ)

Ep. and Ion. impf. of εἰμί

   A sum (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1042] impf. von εἰμί, ich war, Il. 7, 153 u. öfter; ἔσκε, er war, Hom., Her.; Aesch. Pers. 648 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσκον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. παρατ. τοῦ εἰμί, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Η 153· λίαν συχν. ἐν τῷ γ΄ προσ. ἔσκε, οὐδέποτε ἐν τῷ β΄ ἔσκες.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. impf. épq. de εἰμί.

English (Autenrieth)

see εἰμί.

Greek Monolingual

ἔσκον (Α)
ιων. και επικ. τ. πρτ. του ρ. εἰμί.

Greek Monotonic

ἔσκον: Επικ. και Ιων. παρατ. του εἰμί (sum).