εὐρυλείμων: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐρυλείμων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λειμών]]. | |mltxt=[[εὐρυλείμων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λειμών]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐρυλείμων:''' -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ωνος,
A with broad meadows, Λιβύα Pi.P.9.55.
German (Pape)
[Seite 1095] ωνος, mit breiten Wiesen, Λιβύα Pind. P. 9, 55.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυλείμων: -ον, ἔχων εὐρεῖς λειμῶνας, Λιβύα Πινδ. Π. 9. 95.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux vastes prairies.
Étymologie: εὐρύς, λειμών.
English (Slater)
εὐρῠλείμων
1 with broad meadows “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55)
Greek Monolingual
εὐρυλείμων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + λειμών.
Greek Monotonic
εὐρυλείμων: -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ.