εὔρινος: Difference between revisions

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔρινος]] και επικ. ἐΰρρινος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύρις]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρινός]] «[[δέρμα]]»].
|mltxt=[[εὔρινος]] και επικ. ἐΰρρινος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύρις]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρινός]] «[[δέρμα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔρῑνος:''' Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον ([[ῥινός]]), φτιαγμένος από καλό [[δέρμα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• εὔρῑνος:</b> Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον ([[ῥίς]]), = [[εὔρις]], σε Βάβρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρῑνος Medium diacritics: εὔρινος Low diacritics: εύρινος Capitals: ΕΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: eúrinos Transliteration B: eurinos Transliteration C: eyrinos Beta Code: eu)/rinos

English (LSJ)

(A), Ep. ἐΰρρῑνος, ον, (ῥίς)

   A = εὔρις, Babr.43.8, Opp.C.2.456, Ael.NA2.15, Heph.Astr.1.1 (admitted by EM765.53, Suid., in S.Aj. 8): Sup. in Hsch.
εὔρῑνος (B), Ep. ἐΰρρῑνος, ον,

   A of good leather, A.R.3.1299, AP14.55.9.

German (Pape)

[Seite 1093] (ῥινός), von gutem Leder, ep. ἐΰῤῥινοι φῦσαι Ap. Rh. 3, 1299. (ῥίς), mit guter Nase, gut spürend, κυνὸς βάσις Soph. Ai. 8; κύων Ael. H. A. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρῑνος: Ἐπικ. ἐΰρρινος, ον, (ῥίς) = εὔρις. Βαβρ. 43. 8, Ὀππ. Κυν. 2. 456, Αἰλ. π. Ζ. 2. 15.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
c. εὔρις.

Greek Monolingual

εὔρινος και επικ. ἐΰρρινος, -ον (Α)
1. ο εύρις
2. αυτός που έχει ωραίο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρινός «δέρμα»].

Greek Monotonic

εὔρῑνος: Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον (ῥινός), φτιαγμένος από καλό δέρμα, σε Ανθ.
• εὔρῑνος: Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον (ῥίς), = εὔρις, σε Βάβρ. κ.λπ.