εὔκολπος: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολπος]], -ον)<br />(για τόπους, ακτές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[δίχτυ]]) αυτός που έχει ωραίες πτυχές<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει [[ωραίο]] [[κόλπο]] («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολπος]], -ον)<br />(για τόπους, ακτές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[δίχτυ]]) αυτός που έχει ωραίες πτυχές<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει [[ωραίο]] [[κόλπο]] («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔκολπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει καλό [[κόλπο]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] πτυχωμένος, λέγεται για [[δίχτυ]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with beautiful bays, Archestr.Fr.9.3. 2 in goodly folds, of a net, AP6.28 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 1075] schönbusig, Φαλήρου ἀγκῶνες Archestr. bei Ath. VII, 285 b, wie ἠϊόνες Coluth. 228; λίνον, vom Segel, Iul. Aeg. 6 (VI, 28).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολπος: -ον, ἔχων καλὸν κόλπον, ἐπὶ γυναικός, Χριστοδ. Ἔκφρ. 104. 2) μὲ καλὰς πτυχάς, ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 6. 28. 3) ἔχων καλοὺς κόλπους, ἐπὶ χώρας, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au beau sein;
2 bien arrondi;
3 qui forme un beau golfe.
Étymologie: εὖ, κόλπος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκολπος, -ον)
(για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια
αρχ.-μσν.
(για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλπος.
Greek Monotonic
εὔκολπος: -ον, 1. αυτός που έχει καλό κόλπο, σε Ανθ.
2. καλά πτυχωμένος, λέγεται για δίχτυ, στον ίδ.