εὐφιλής: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> αυτός που αγαπιέται πολύ, [[φίλτατος]], [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που αγαπά πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλείν</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>φιλής</i>, <i>προσ</i>-<i>φιλής</i>].
|mltxt=[[εὐφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> αυτός που αγαπιέται πολύ, [[φίλτατος]], [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που αγαπά πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλείν</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>φιλής</i>, <i>προσ</i>-<i>φιλής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[αγαπητός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπάει [[πολύ]], με γεν., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλής Medium diacritics: εὐφιλής Low diacritics: ευφιλής Capitals: ΕΥΦΙΛΗΣ
Transliteration A: euphilḗs Transliteration B: euphilēs Transliteration C: effilis Beta Code: eu)filh/s

English (LSJ)

ές,

   A well-loved, χείρ A.Ag.34.    II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui aime beaucoup;
2 bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

Greek Monolingual

εὐφιλής, -ές (Α)
1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός
2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].

Greek Monotonic

εὐφῐλής: -ές (φιλέω),·
I. πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
II. αυτός που αγαπάει πολύ, με γεν., στον ίδ.